- φετιχολάτρης
- ο, θηλ. φετιχολάτρισσα, Ναυτός που λατρεύει τα φετίχ, φετιχιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < φετίχ* + συνδετικό φωνήεν -ο- + λάτρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φετιχολάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που λατρεύει τα φετίχ (βλ. λ.), ο φετιχιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φετιχιστής — ο, θηλ. φετιχίστρια, Ν 1. ο φετιχολάτρης 2. συνεκδ. δεισιδαίμονας 3. (ιατρ. ψυχολ.) αυτός που πάσχει από φετιχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fetichiste (βλ. και λ. φετίχ)] … Dictionary of Greek
φετιχολατρία — η, Ν [φετιχολάτρης] λατρεία για το φετίχ … Dictionary of Greek
φετιχιστής — ο 1. ο φετιχολάτρης, ο οπαδός του φετιχισμού (βλ. λ.): Οι πρωτόγονοι άνθρωποι ήταν φετιχιστές. 2. ψυχ., αυτός που διακατέχεται από φετιχισμό: Έκλεβε από τις ταράτσες γυναικεία εσώρουχα, γιατί ήταν φετιχιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)